Έλπίς μου ὁ Πατήρ, καταφυγή μου ὁ Υἱός, Σκέπη μου τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον. Τριὰς Ἁγία, δόξα Σοι.

Δεῦτε ἀπὸ θέας Γυναῖκες εὐαγγελίστριαι, καὶ τῇ Σιὼν εἴπατε· Δέχου παρ΄ ἡμῶν Χαρᾶς Εὐαγγέλια, Τῆς Ἀναστάσεως Χριστοῦ. Τέρπου, χόρευε, καὶ ἀγάλλου Ἱερουσαλήμ, τὸν Βασιλέα Χριστόν, θεασαμένη ἐκ τοῦ μνήματος, ὡς Νυμφίον προερχόμενον.


Σάββατο 29 Οκτωβρίου 2011

Η παραβολή του πλουσίου και του Λαζάρου. Το μεγάλο χάσμα!


 Δίπλα στην εξώθυρά του ήταν αφημένος. Μα κανένα ενδιαφέρον δεν άγγιξε ποτέ το νου του γι’ αυτόν. Καμιά συγκίνηση δεν έσφιξε, έστω και προσωρινά, την καρδιά του. Ντυμένος πολυτελέστατα όλες τις ώρες της ημέρας, ο πλούσιος της παραβολής, δε γύριζε ούτε ματιά να ρίξει στο φτωχό το Λάζαρο. Για ποιο λόγο να χάσει τη διάθεσή του; Να βλέπει το πληγιασμένο του κορμί που ’γλείφαν τα σκυλιά τις πληγές του;

Από το βάθος του μεγαλόπρεπου μεγάρου του ακούγονται όργανα, τραγούδια, χοροί, ξεφαντώματα. Οι πόρτες διάπλατα ανοιχτές δέχονται πλήθος τους καλεσμένους: κόλακες, φίλους, συγγενείς… Για τους φτωχούς, τους ανάπηρους, για το δυστυχισμένο Λάζαρο προορίζονται μόνο τα ψίχουλα απ’ τα τραπεζομάντιλα που τινάζουν…
Διαχωριστική γραμμή απαραβίαστη υπάρχει ανάμεσα στον ανώνυμο πλούσιο και το φτωχό Λάζαρο. Τόσο κοντά βρίσκονται ο ένας στον άλλο. Κι όμως τόση απόσταση απροσέγγιστη. Απλησίαστη. Ο πλούσιος, σκληρόκαρδος, έμενε με τα σπλάχνα τελείως κλεισμένα για τον πιστό, τον υπομονετικό Λάζαρο, που στήριζε την ελπίδα του στον πολυεύσπλαχνο Θεό.
* * *
Αλλά να, γρήγορα έφτασε η στιγμή να πάρουν τέλος στη γη τα βάσανα του φτωχού Λάζαρου. Άγγελοι φωτεινοί πήραν την ψυχή του και τη συνόδεψαν ως τον Παράδεισο, όπου τον έβαλαν ν’ αναπαυθεί στην αγκαλιά του Αβραάμ.
Πέθανε ύστερα και ο πλούσιος και τον έθαψαν με μεγαλοπρέπεια. Χωρίς όμως να φανούν άγγελοι αγαθοί γι’ αυτόν. Η ψυχή του πήγε στον ολοσκότεινο Άδη.
Ω! τι φρίκη εκεί! Σκοτάδι αδιαπέραστο, καμίνι φλογερό του καίει την καρδιά! Φόβος και τρόμος ολόγυρά του!
Κάποτε σήκωσε τα μάτια του ψηλά, πολύ ψηλά! Και τι βλέπει! Μέσα σε τόπο φωτεινό βλέπει τον Αβραάμ να ’χει στην αγκαλιά του αναπαυμένο και χαρούμενο το Λάζαρο. Αυτόν που τόσο περιφρονούσε, όταν ζούσε στη γη.
Δεν αντέχει! Αυτός, που ποτέ του δεν είχε παρακαλέσει κανένα, βγάζει τώρα μια κραυγή γεμάτη απελπισία, γεμάτη δέηση και ικεσία:
-«Πάτερ Αβραάμ» κάνε σε μένα έλεος! Λυπήσου με! Στείλε το Λάζαρο να βρέξει ντο δάχτυλό του με νερό, να ’ρθει να μου δροσίσει τη γλώσσα μου, γιατί τυραννιέμαι φοβερά μέσα σ’ αυτή τη φλόγα του Άδη!
Ο Αβραάμ του απάντησε με καλοσύνη:
- Παιδί μου θυμήσου πως συ απόλαυσες όλα τα καλά στη ζωή σου. Κι ο Λάζαρος όλα τα κακά της αρρώστιας και της πείνας. Τώρα τα πράγματα άλλαξαν. Ο Λάζαρος παρηγορείται διαρκώς για όσα συνέχεια υπέφερε με υπομονή, ενώ εσύ βασανίζεσαι αδιάκοπα, όπως αδιάκοπα ζούσες ευτυχισμένος.
Μάθε όμως και τούτο, του λέει ο Αβραάμ: Ανάμεσα σε σας και σε μας έχει στηριχτεί και σημειωθεί μεγάλο χάσμα, βάραθρο αγεφύρωτο, ώστε να μην μπορεί κανένας να το περάσει. Ούτε από εμάς εδώ -από τον Παράδεισο- να ’ρθει σε σας στον Άδη, ούτε από σας να ’ρθει σε μας στον Παράδεισο!
«Μεταξύ ἡμῶν καί ὑμῶν χάσμα μέγα ἐστήρικται, ὅπως οἱ θέλοντες διαβῆναι ἔνθεν πρός ὑμᾶς μή δύνωνται, μηδέ οἱ ἐκεῖθεν πρός ἡμᾶς διαπερῶσι»
«Χάσμα μέγα ἐστήρικται…»
Καμιά επικοινωνία δε θα μπορούν να έχουν εκείνοι που θα καταδικαστούν αιώνια στην Κόλαση, με τους ευλογημένους του Θεού, που θα απολαμβάνουν αιωνίως τον Παράδεισο. Ανάμεσα στην κόλαση και στον Παράδεισο «χάσμα μέγα εστήρικται»!
Στην Κόλαση μακριά από το Χριστό, όλοι οι καταδικασμένοι. Οι σκληρόκαρδοι, οι άπιστοι, οι διώκτες, οι πονηροί, οι κακοί και μοχθηροί, οι άδικοι, οι εγκληματίες…, όλοι οι παραβάτες του Νόμου του Θεού. Όσοι δε μετανόησαν και δε ζήτησαν το έλεος και την ευσπλαχνία του εσταυρωμένου Ιησού, του Λυτρωτή μας.
Τι δυστυχία! Τι φρίκη! Εκεί όλοι αυτοί με τον πονηρό διάβολο, τον πατέρα του ψεύδους, τον αρχέκακο, το φθονερό και ανθρωποκτόνο! Χωρίς καμιά διακοπή στα βασανιστήρια, στον πόνο, στη φρίκη, στο τρίξιμο των δοντιών!…
Για να καταλάβεις κάπως τη φρίκη εκείνη, σκέψου πόσο τρομερό θεωρούμε το να βρεθούμε, έστω και για λίγο, σε κάποιο τόπο με ανθρώπους κακούς, άδικους, που εχθρεύονται το Χριστό και το Νόμο Του. Πράγμα που και μόνο με τη σκέψη μας κατατρομάζει!
Αλλά η κοινωνία που ζούμε είναι ανάμικτη. Έχει πολλά αγκάθια, ανθρώπους κακούς. Έχει όμως ανάμεσά τους και πολλά λουλούδια, που τη διανθίζουν, ανθρώπους καλούς, πιστούς Χριστιανούς. Αυτοί ομορφαίνουν την κοινωνία. Την αρωματίζουν με την αρετή τους και τις καλοσύνες τους.
Ναι, είναι ανακατεμένοι οι καλοί με τους κακούς, αν και ανάμεσά τους υπάρχει «χάσμα μέγα» ως προς τον τρόπο της ζωής.
Ο Θεός τα έχει έτσι οικονομήσει. Δίνει την ευκαιρία όσο ζούμε, να γεφυρώσουμε το ηθικό αυτό χάσμα που υπάρχει ανάμεσα στις αρχές μας, τις πεποιθήσεις μας. Να γίνουν και οι καλοί καλύτεροι, και οι κακοί καλοί, μετανοώντας και εφαρμόζοντας στη ζωή τους του Χριστού το θέλημα.
Το «μέγα χάσμα» δημιουργείται από εδώ. Με τη ζωή την όχι καλή. Κι είναι ιδιαίτερα ανάγκη να το κατανοήσουμε αυτό εμείς οι νεότεροι, ώστε να εργαστούμε να το ξεφύγουμε.
Την προσπάθεια να ζήσουμε όπως μας δίδαξε ο Κύριος, θα την ευλογήσει Εκείνος και θα μας αξιώσει να απολαύσουμε τον Παράδεισο. Την ατελεύτητη εκεί χαρά και την ευφροσύνη.
Εκεί οι φωτεινοί Άγγελοι, η Παναγία Θεοτόκος, οι Άγιοι, οι Μάρτυρες… εκεί όλοι οι αγαθοί και καλοί Χριστιανοί, που αγωνίστηκαν να ζήσουν σύμφωνα με του Χριστού το θέλημα. Εκεί οι τίμιοι αγωνιστές που θυσιάστηκαν πάνω στον «αγώνα τον καλό», για την Πίστη και την Πατρίδα…
Εκεί προπάντων το Φως και η Δόξα του Λυτρωτή μας Χριστού, που θα αντανακλά αιώνια σ’ όλους τους ευλογημένους από το Θεό Πατέρα.
Εμπρός λοιπόν στον πρόσκαιρο αυτόν αγώνα όλοι, παιδιά και νέοι, άνδρες και γυναίκες να ξεφύγουμε το «μέγα χάσμα». Να ζήσουμε όλη τη ζωή μας κοντά στο Χριστό, για ν’ απολαύσουμε αιώνια και τη δόξα και τη χαρά μαζί Του στην ατελείωτη ευφροσύνη του Παραδείσου.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου